- αντιδιαστέλλω
- αντιδιαστέλλω, αντιδιέστειλα βλ. πίν. 85
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντιδιαστέλλω — (Α ἀντιδιαστέλλω) παραθέτω και κάνω διάκριση αρχ. αντιτάσσω … Dictionary of Greek
αντιδιαιρώ — ἀντιδιαιρῶ ( έω) (Α) 1. διαιρώ, διαχωρίζω, αντιδιαστέλλω, διακρίνω λογικά 2. ( ούμαι) διανέμω … Dictionary of Greek
αντιστέλλω — ἀντιστέλλω (Α) 1. αντιδιαστέλλω, διαχωρίζω κάτι από κάτι άλλο 2. ( ομαι) διαφέρω από κάποιον … Dictionary of Greek
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek
συνδιαστέλλω — ΜΑ διαστέλλω, αντιδιαστέλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἵνα μετὰ τῆς ποιότητος τοῡ χαρακτῆρος συνδιαστείλῃ τὸ γένος», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. παθ. συνδιαστέλλομαι (για τους πνεύμονες και το στήθος) διαστέλλομαι, φουσκώνω ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek